- προβημα
- πρόβημαπρό-βημα-ατος τό шаг (вперед), (про)движение
εὐρύθμοις προβήμασιν Arph. — мерной поступью
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εὐρύθμοις προβήμασιν Arph. — мерной поступью
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόβημα — τὸ, Α [προβαίνω] άνοιγμα τού σκέλους και βάδισμα προς τα εμπρός … Dictionary of Greek
προβήμασι — πρόβημα a step forward neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβήμασιν — πρόβημα a step forward neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβήματος — πρόβημα a step forward neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βήμα — το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.) 1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει 2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος 3. «το Άγιο Βήμα» το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα 4. το βάθρο από… … Dictionary of Greek